- Παρθένης, Κωνσταντίνος
- (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη με καθηγητή τον Ντίφεμπαχ. Το 1903 πήγε στην Αθήνα και από το 1904 εργάστηκε στον Πόρο, στην Καβάλα, στη Δράμα κ.α., ασχολούμενος κυρίως με τη διακόσμηση εκκλησιών και τη δημιουργία προσωπογραφιών. Από το 1909 έως το 1914 διέμενε στο Παρίσι, όπου παρακολουθούσε τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα και καταγινόταν με προσωπικές αναζητήσεις. Για έναν Ευαγγελισμό του τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο θρησκευτικής τέχνης. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, συνέχισε τη δημιουργική του δραστηριότητα και το 1920 παρουσίασε στο Ζάππειο μια μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1929 διορίστηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία παραιτήθηκε το 1946. Από τότε έζησε τελείως απομονωμένος στο εργαστήριό του, μέχρι τον θάνατό του.
Ο Π. προσπάθησε να προσαρμόσει διάφορα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά επιτεύγματα στη ζωγραφική πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου και στις ελληνικές αιώνιες πνευματικές αξίες. Επιζητούσε έτσι, να καταξιώσει όχι μόνο τη νεοελληνική ζωγραφική αλλά ακριβώς τα ευρωπαϊκά αυτά ρεύματα, καθώς τα αναβάπτιζε μέσα στα ελληνικά δεδομένα της καθαρότητας, του φωτός, του μέτρου και της αρμονίας, όπως είχαν γίνει αντιληπτά και πραγματοποιηθεί στην κλασική αρχαία Ελλάδα. Σε αυτή την πηγή, ο καλλιτέχνης έφερνε, από την ιταλική αναγέννηση και το μπαρόκ, τον εμπρεσιονισμό, τον εξπρεσιονισμό και τον Νέο Ρυθμό, τόσα στοιχεία όσα τού χρειάζονταν για να δώσει μορφή στο προσωπικό του όραμα. Οδηγός του υπήρξε η ελληνική φύση, ειδικότερα το αττικό τοπίο. Ο Π. διέκρινε ότι στην ελληνική ύπαιθρο κάθε φόρμα πλαισιώνεται από φως και γίνεται μια νησίδα σε σχέση με τη διπλανή της, καθώς και με τις προεκτάσεις της σκιάς της. Εξάλλου, η διαφάνεια της ατμόσφαιρας, ο παραμορφώσεις των σχημάτων από το φως είναι επίσης συνθετικά στοιχεία, με τα οποία ο Π. σχηματίζει το βάθος όπου κινεί τον λυρικό κόσμο των συνθέσεων, που αποτελούν και την κύρια έκφρασή του. Τα θέματά τους αντλούνται από την ελληνική μυθολογία και ιστορία, καθώς και από τη χριστιανική πίστη, ή αποτελούν κράματα αρχαίων και χριστιανικών μορφών ή είναι εντελώς φανταστικές συνθέσεις, πάντοτε μέσα στα ελληνικά πλαίσια. Τα χριστιανικά θέματα του Π. διακρίνονται για τη μεγάλη αισθαντικότητά τους. Διατυπώνονται με λεπτότατους και τρυφερούς ονειρικούς τόνους και απέριττο σχέδιο στους Ευαγγελισμούς και στις Παναγίες, ενώ στην Αποκαθήλωση (Αθήνα, Μουσείο Λοβέρδου) το αδρό σχέδιο και οι ελλειψοειδείς εκφραστικές καμπύλες υποβάλλουν το συναίσθημα της απόγνωσης. Στα θέματα από την αρχαιότητα (Ορφεύς και Ευρυδίκη, Αθήνα, υπουργείο Εξωτερικών, Ο βωμός της Αρτέμιδος, Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη, Η συγκοινωνία, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη), καθώς και στα ιστορικά (Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου) ο Π. επιδιώκει να δώσει πνευματική ερμηνεία στους μύθους και γενικότερα στα θέματά του. Γι’ αυτό, με όλη τη λυρική τους έξαρση, τα έργα αυτά έχουν μεγάλη στερεότητα και δύναμη, που οφείλεται κυρίως στην αυστηρή συνθετική διάρθρωση, στηριγμένη σε αρμονικές χαράξεις. Ο Π. ασχολήθηκε και με την προσωπογραφία, αλλά εδώ, παρά το εξαίρετο και ακριβές σχέδιο, δεν απέφυγε την επιτήδευση και, συχνά, τον εξωραϊσμό, ιδιαίτερα στις προσωπογραφίες γυναικών.
Η συνεχώς αυξανόμενη στροφή του καλλιτέχνη προς τον εσώτερο άνθρωπο του επέβαλε μια ασκητικότερη θέση ως προς τη χρήση του χρώματος. Έτσι, ενώ ξεκίνησε με εμπρεσιονιστική τεχνική, με παραθέσεις δηλαδή συμπληρωματικών ή αντίθετων χρωμάτων και συνέχισε με στιγματογραφική τεχνοτροπία (Κεφαλή Χριστού, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη), κατέληξε με τον καιρό σε ελάχιστα ή γενικά ουδέτερα χρώματα, τοποθετημένα σε τόσο λεπτές επιστρώσεις, ώστε να αφήνουν να διακρίνεται ο υποκείμενος μουσαμάς. Η λιτότητα αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες αρετές προσδίδουν στο έργο του έναν προσωπικό χαρακτήρα, αλλά και πανελλήνια έκφραση, που δεν στηρίζεται σε ανεκδοτικά στοιχεία αλλά στις προϋποθέσεις της ίδιας της ελληνικής φύσης όταν αντιμετωπίζεται από την καθαρά ζωγραφική σκοπιά.
Άλλα σημαντικά έργα του Π. είναι Το λιμάνι της Καλαμάτας (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη), Στα ψηλώματα, Η πλαγιά (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη), διάφορα τοπία της Αττικής, της Κέρκυρας, του Μοριά, Ο θερισμός, Απόλλων-Χριστός-Εδέμ, Μορφή που χάνεται στη σκιά ενός κλάδου, Το εκκλησιδάκι που έμοιαζε με λογισμό κρυφό, Εγώ που νοιώθω στην ψυχή πάντοτε την πικρία κ.ά. Μεγάλη σημασία είχε, εκτός από το ζωγραφικό, το διδασκαλικό έργο του. Στα 17 χρόνια που δίδαξε στη Σχολή Καλών Τεχνών δημιούργησε πολλούς σοβαρούς και καταρτισμένους καλλιτέχνες, από τους οποίους άλλοι συνέχισαν τις δικές του αναζητήσεις, ενώ άλλοι προχώρησαν σε διαφορετικές εικαστικές κατευθύνσεις.
«Η συγκοινωνία» ελαιογραφία του Κων. Παρθένη, μια αλληγορική σύνθεση που αποτελεί το καταστάλαγμα των συνθετικών πεποιθήσεων του ζωγράφου (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη).
Κων. Παρθένη, «Καλύβα με απλωμένα ρούχα» από τη συλλογή Κουτλίδη (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η «Κεφαλή Χριστού» του Κων. Παρθένη (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
«Το λιμάνι της Καλαμάτας» ελαιογραφία του Κων. Παρθένη με αρμονία και διαφάνεια χρωμάτων αλλά και τελειότητα σύνθεσης (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα).
Η «Καισαριανή» του Κων. Παρθένη από τη συλλογή Μαντζούνη (φωτ. από την εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»)
Ο «Ευαγγελισμός» από τον Κων. Παρθένη (φωτ. από την εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Κων.Παρθένη, «Το πεύκο» (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη).
Η «Πλαγιά», έργο του Κων. Παρθένη (Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα).
Προσωπογραφία του Έλληνα ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Πίνακας του Κων. Παρθένη με τίτλο «Αποσφράγιση σπιτιού» (φωτ. από την εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.